- ἐναντίβιον
- ἐν - αντί - βιον: with hostile front against, Od. 14.270, Od. 17.439, Il. 20.130.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐναντίβιον — ἐναντίβιος set against masc/fem acc sg ἐναντίβιος set against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντίβιος — ἐναντίβιος, ον (Α) 1. εχθρικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.) … Dictionary of Greek